“Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851..”

Ένας συγγραφέας φωτογραφημένος από έναν άλλο συγγραφέα..

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σε μια φωτογραφία βγαλμένη από τον Παύλο Νιρβάνα.
Η φωτογραφία γνωστή, η ιστορία της όχι τόσο.. Τα δικά μου λόγια περιττεύουν εδώ αρκούν τα λόγια του ίδιου του Παύλου Νιρβάνα που ακολουθούν σχετικά με τη φωτογραφία αυτή:

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Alexandros Papadiamantis

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή

—————————
«Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούργιες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του ψυχή με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον έτρομαζε τόσο πολύ «η περιέργεια του Κοινού».

Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι άπ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβύση για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σέ μια εποχή πού δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με τη ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψη στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. «Ου ποιήσεις σεαυτω είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα» ήταν η άρνηση του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. O Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ενας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.

Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του τη στιγμή πού τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρη μπροστά στον φακό μου. Να «ποζάρη» είναι ένας λεκτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ηταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, καί θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.

Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει – ούτε φαντάζομαι πώς θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος – να μιλεί γαλλικά:
– Nous excitons la curiosite du public.

Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του …Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η «περιέργεια» του. Κι’ αυτή ήταν η διαπόμπευση του, που βιαζότανε να της δώση ένα τέλος, – H φιλία ένίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε – αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια – στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν, στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκόσμιων.

Και συλλογίζομαι τώρα τίς εκατοντάδες των Γάλλων προσκυνητών της εταιρείας Μπυντέ, και των δικών μας του «Οδοιπορικού Συνδέσμου», που πέρασαν το κατώφλι του ταπεινού του έρημητηρίου, όπου πλανάται τώρα η σκιά του στα γνώριμα και αγαπητά της κατατόπια της ζωής του καί της εργασίας του. Συλλογίζομαι την παράταξη των ναυτικών αγημάτων, πού παρουσίασαν όπλα μπροστά στο μνημείο του. Συλλογίζομαι τις στολές, τα ξίφη, τίς χρυσές επωμίδες που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο του νησιού του, για τη δόξα του. Συλλογίζομαι τους λόγους των επισήμων, τους εθνικούς ύμνους, τα στεφάνια της δάφνης, τίς πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, που έπλεξαν με ήχους καί χρωματα το εγκώμιο του.

Συλλογίζομαι όλα αυτό το δοξαστικό πανηγύρι, και η σκέψη μου πετάει στο «Κοινόν» του ερημικού καφενείου της Δεξαμενής – ένα γκαρσόνι, ένας γεροντάκος, δυο λουστράκια – που ανησυχούσε, τη μακρυνή εκείνη μέρα ο μακαρίτης μήπως «ερεθίση την περιέργεια των». Τι ανησυχία θα είχε νοιώσει τώρα, στα βάθη του ταπεινού τάφου όπου «αναπαύεται εν Χριστώ» ο χριστιανός ποιητής των ταπεινών, από το δοξαστικό αυτό θόρυβο; Καί πόσο θα βιαζότανε πάλι να τελείωση; Αν σάλεψαν, από μυστικές αύρες, αυτή τη στιγμή, τα κυπαρίσσια του τάφου του, ένας στεναγμός θα βγήκε από το θρόισμα τους. Eνας ήχος, πού θα ξαναψιθύριζε τα παλιά του εκείνα ανήσυχα και τόσο συμπαθητικά λόγια, σε μια γλώσσα πού την εννοούσαν τώρα, γιατί ήταν δική τους, οι ευλαβητικοί προσκυνητές του της γαλλικής γης: – Nous excitons la curiosite du public.»

(Παύλος Νιρβάνας, Νέα Εστία 1933, τευχ. 163)
—————————

Μια 2η φωτογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αυτή τη φορά με τον Παύλο Νιρβάνα να στέκεται στο πλάι του είναι ίσως και η 2η μοναδική φωτογραφία του που υπάρχει.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Alexandros Papadiamantis

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Παύλος Νιρβάνας